top of page
Cupids playing with a lyre_ Roman fresco from Herculaneum_edited_edited_edited_edited_edit

Όταν θα πέσεις

Greek

Όταν θα πέσεις στων ανθρώπων τον γκρεμό
Όταν σε σπρώξει λάθος χάδι
Όταν σιχαίνεσαι ν’ ακούς το «σ’αγαπώ»
και στέλνεις σέλφι σου στον Άδη

Ποιος θα κατέβει να σου φέρει ένα νερό;
Ποιος θα φυσήξει τα μαλλιά σου;
Ντρέπομαι και θυμώνω που έχω να το πω
μα θα'μαι εγώ

Όταν θα μάθεις να οδηγείς στο πουθενά
Όταν θ’ αξίζεις τα λεφτά σου
Όταν θα σε φωνάξει αυτός που κυβερνά
για να σου δείξει το άγαλμά σου

Ποιος λες θ’ ανέβει
να σε φέρει πάλι εδώ;
Εδώ που πήρες τ’ όνομά σου
Ντρέπομαι και θυμώνω που έχω να το πω
μα θα'μαι εγώ

Ποιος θα κατέβει στον δικό σου ουρανό;
Ποιος θ’ ανεβεί στο βύθισμά σου;
Ξέρω πως ξέρεις,
και χωρίς να σου το πω
πως είμαι εγώ

English

When you fall off the cliff of humanity
When the wrong caress pushes you over
When you loathe hearing “I love you”
and send selfies to the Underworld

Who’s gonna come down to bring you water?
Who’s gonna blow through your hair?
I’m ashamed and angry for having to say it,
but it’s gonna be me

When you learn how to drive into nowhere
When you’re [finally] worth your price
When the one who rules calls you over
to show you your own statue

Who do you think is gonna come up [all the way]
to bring you back here?
– Here; where you got your name –
I’m ashamed and angry for having to say it,
but it’s gonna be me

Who shall descend into your sky?
Who shall ascend unto your sinking?
I know that you know,
even without me telling you,
that it is [going to be] me

ένα νερό

Although 'water' is an uncountable noun in English, νερό can behave as countable in Greek – δύο νερά, τρία νερά, etc. The phrase δύο νερά can mean either 'two glasses of water' or 'two bottles of water', depending on the situation.


αξίζεις τα λεφτά σου

The word λεφτά here refers to the subject’s price. When talking about something, αξίζει τα λεφτά του literally means 'it’s worth the money that it costs'.


φωνάξει

The verb φωνάζω can have three main meanings:


1. 'to shout'

Μην του φωνάζεις σε παρακαλώ. – Don’t shout at him please.


2. 'to call over, to summon'

Σε φωνάζει η μάνα σου. – Your mother is calling you [to go to her].


3. 'to call by a certain name' (which tends to be one's familiar name)

Με λένε Κωνσταντίνα, αλλά με φωνάζουν Ντίνα. – My name is Konstantina, but people call me Dina.

Με λένε Ρίτσαρντ, αλλά με φωνάζουν Ρικ. – My name is Richard, but people call me Rick.


Η δασκάλα με φώναξε στο γραφείο και μου φώναξε, γιατί τη φώναξα με το μικρό της όνομα.

The teacher called me to her office and shouted at me, because I called her with her first name.

bottom of page