top of page

Μια ιστορία από τα παλιά

Level - C2.02

Θυμάμαι μια ιστορία που μου έλεγε η γιαγιά μου, για τότε που δούλευε στη Γερμανία ως εργάτρια. Ήταν τη δεκαετία του ’60, και εκείνα τα χρόνια πολλοί άνθρωποι έφευγαν από την Ελλάδα για μια καλύτερη ζωή. Έτσι και η γιαγιά μου. Δούλευε σε ένα εργοστάσιο – νομίζω ήταν της Μερσεντές, δυστυχώς δεν είναι πια μαζί μας για να το επιβεβαιώσει –, πολλές ώρες κάθε μέρα και αρκετά σκληρά. Ήθελε βλέπετε να βγάλει χρήματα για να μπορέσει να ζει άνετα, και να ξεχάσει επιτέλους τη μεγάλη φτώχια στην οποία μεγάλωσε.

Μία μέρα λοιπόν, η Ντίνα Βαγενά είχε πρωινή βάρδια στο εργοστάσιο, όπου σκούπιζε το πάτωμα. Εκεί κοντά βρισκόταν και ο υπάλληλος που επέβλεπε τους εργάτες, ο «ελεγκτής», που λέει και το τραγούδι, ή ο «μπόσης», όπως τον έλεγε εκείνη. Ξαφνικά, την πλησίασε, και όπως συνηθίζουν να κάνουν οι ελεγκτές – μάλλον επειδή νομίζουν ότι έτσι οι εργάτες δουλεύουν καλύτερα –, της φώναξε για να κάνει πιο γρήγορα. Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν η καλύτερη στιγμή στην ιστορία της γερμανικής γλώσσας, αλλά ούτε και του ελεγκτή, καθώς αυτό που φώναξε στη γιαγιά μου ήταν «Σνελ! Πούτσεν!».

Δυστυχώς για τον μπόση, εκείνη την ώρα κρατούσε στα χέρια της μια ξύλινη σκούπα. Βλέπετε, το να πεις «πούτσεν» σε μια αγράμματη Ελληνίδα από μια συντηρητική επαρχία τη δεκαετία του ’60, δεν ήταν και η καλύτερη ιδέα. Το θέμα έφτασε στο διευθυντή του εργοστασίου, όπου ευτυχώς ξεκαθαρίστηκε. Η γιαγιά μου όσο ζούσε ξεχνούσε συνεχώς – ίσως επίτηδες – ότι μας είχε ξαναπεί την ιστορία περίπου εκατόν είκοσι φορές, αλλά τώρα που πια έχει φύγει είμαι πολύ ευγνώμων στην «ασθενή» της μνήμη.


· επιβεβαιώνω = to confirm

· βγάζω – βγάλω = to take out; to issue; to produce

· άνετος -η -ο = comfortable

· βάρδια = shift

· σκούπα = broom

· σκουπίζω = to sweep; to wipe

· (το) πάτωμα = floor

· ελέγχω – ελέγξω = to control; to check

· συνηθίζω = to grow used to; to tend, to be in the habit of

· ξύλο = wood

· συντηρητικός -ή -ό = conservative; preservative

· επαρχία = province; countryside

· ευγνώμων -ων -ον = grateful

· ασθενής -ής -ές = weak

· ασθενής = patient [noun]

Still need the translation?

Use your cursor to find it...

A story from old times

I remember a story my grandmother used to tell me, about the time she used to work in Germany as a labourer. It was the 60’s, and those years people were leaving Greece for a better life. So did my grandmother. She was working in a factory – I think it was Mercedes, unfortunately she’s no longer with us to confirm this –, many hours every day and quite hard. You see, she wanted to make money in order to be able to live comfortably, and finally forget about the great poverty she grew up in.


So one day, Dina Vaghena was working morning shift at the factory, where she was sweeping the floor. Nearby, there was also the clerk that was supervising the workers; the ‘controller’, as a Greek folk song calls him, or the ‘bossis’, as she called him. Suddenly, he approached her, and as supervisors tend to do – probably because they think that this way labourers work better –, she shouted at her, telling her to hurry up. The truth is that this wasn’t the best time in the history of the German language, or of the supervisor, as what he shouted at my grandmother was ‘Schnell! Putzen!’ [‘Quick! Clean up!’]


Unfortunately for him, she was holding a wooden broom that moment. You see, saying ‘putzen’ to an illiterate Greek female from a conservative province in the 60’s, wasn’t the best idea. The issue got to the factory general manager, where luckily it was resolved. My grandmother, while she was alive, kept forgetting – perhaps on purpose – that she had told us the story around a hundred and twenty times, but now that she’s gone, I’m very grateful to her 'weak' memory.

bottom of page