top of page

Αλλού αλλιώς, αλλά... άλλος;

Level - C1.02

Κάποια στιγμή, η προφορά μου στη μητρική μου γλώσσα άλλαξε. Στα σχολικά χρόνια, η ομιλία μου είχε μία ελαφριά επαρχιώτικη απόχρωση, και ως ένα σημείο αυτό μου άρεσε. Έκοβα τις λέξεις στο τέλος, κάποια γράμματα άλλαζαν θέση μέσα στη λέξη, και κάποια φωνήεντα προφέρονταν πιο πίσω μέσα στο στόμα. Για παράδειγμα, η ερώτηση «Θα κάτσεις κάτω με τα παιδιά;», γινόταν «Θα κάειτς κατ μι τα πιδιά;», Και όταν ο συμμαθητής μου ο Φώτης, στο δημοτικό άρχισε να φοράει δαχτυλίδι, είπα την – σχετικά σπάνια φράση – «Ου Φωτς εχ δαχτλίδ». Αυτό δεν άρεσε πολύ στη μητέρα μου, η οποία μου είπε να μη μιλάω σα χωριάτης.

Ωστόσο η περίοδος αυτή ήταν σχετικά σύντομη. Με τον καιρό η προφορά μου έγινε λιγότερο επαρχιώτικη, όμως παρέμενε διαφορετική σε σχέση με το πώς μιλούσαν οι δημοσιογράφοι στις ειδήσεις, μέχρι και την τελευταία τάξη του σχολείου. Όταν πήγα να σπουδάσω στην Αθήνα, στα 17, ενθουσιάστηκα με το πώς μιλούσαν εκεί οι άνθρωποι, και ήθελα να αρχίσω να μιλάω και γω έτσι. Όλα τα γράμματα ακούγονταν τόσο καθαρά! Όπως στην τηλεόραση. Για κάποιον λόγο που δεν μπορούσα να εξηγήσω, έβρισκα την προφορά της Αθήνας πολύ ελκυστική.

Πολύ σύντομα, είχα ήδη αφήσει πίσω την παλιά ομιλία μου. Θυμάμαι ότι τότε, προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου πως η προφορά μου άλλαξε φυσικά, αλλά στην πραγματικότητα είχα μείνει στην Αθήνα μόλις μία εβδομάδα, οπότε αυτό ήταν αδύνατον. Η αλήθεια ήταν προφανώς ότι την άλλαξα επίτηδες. Μετά από λίγο καιρό βέβαια, η προφορά μου όντως άλλαξε, επειδή μιλούσα συνέχεια με αυτήν και σιγά-σιγά τη συνήθισα. Ακόμα μιλάω έτσι. Πού και πού όμως, όταν μιλάω γρήγορα, η γλώσσα μου μου θυμίζει ότι ξεκίνησε από κάπου αλλού, και πως δεν πρέπει να το ξεχνάω, όπως έκανα κάποτε πριν από 17 χρόνια.


· προφορά = pronunciation; accent

· ομιλία = speech; way of speaking

· επαρχία = province; countryside

· σημείο = point

· κόβω – κόψω = to cut

· (το) φωνήεν = vowel

· σχέση = relationship, relation

· ελκυστικός -ή -ό = attractive

· πείθω – πείσω = to convince

· προφανώς = obviously

· επίτηδες = on purpose

· όντως = indeed

· συνηθίζω – συνηθίσω = to get used to

Still need the translation?

Use your cursor to find it...

Elsewhere – differently, but… someone else?

At some point, my accent in my native language changed. In my school years, my speech had a slight provincial hue, and up to a point, I liked that. I used to crop the words at the end, some letters changed position inside the word, and some vowels were pronounced further back in the mouth. For example, the question ‘Will you sit downstairs with the guys?’ would become ‘Will ya sat doonsteirs wi’ tha gais?’. And when my classmate Fotis started wearing a ring to primary school, I uttered the – relatively rare – phrase ‘Fawts hays ah rang’. My mother didn’t like that very much, and she told me to not speak like a peasant.


However, that period was relatively short. With time, my accent became less countryside, yet it remained different in comparison to how news broadcasters spoke, till the last grade of high school. When I went off to Athens to study, at 17, I got excited about how people spoke there, and I wanted to start speaking like that too. All the letters sounded so clearly! Just like on TV. For some reason that I couldn’t explain, I found Athenian accent very attractive.


Soon after, I had left my old way of speaking behind me. I remember that, back then, I was trying to convince myself that my accent had changed naturally, but in reality, I had only stayed in Athens for a week, therefore that was impossible. The truth was, obviously, that I had changed it deliberately. After a while, of course, my accent indeed changed, because I was speaking in it all the time, and bit by bit I got used to it. I still speak like that. Every now and then though, when I speak fast, my tongue reminds me that it started from someplace else, and that I shouldn’t forget about it, like I once did 17 years ago.

bottom of page